- κερατόκωνος
- Πάθηση του ματιού που συνίσταται στη μεταβολή της κυρτότητας του κερατοειδούς, που παίρνει κωνικό σχήμα, χωρίς να παύει να είναι διαφανής. Η κορυφή του κώνου είναι τόσο διαφανής που φαίνονται ακόμα και οι σφύξεις των ενδοφθαλμικών αγγείων. Η νόσος είναι κληρονομική, εκφυλιστική και μη φλεγμονώδης. Ο κ., φαινόμενο που παρατηρείται κατά κανόνα και στα δύο μάτια, γίνεται αισθητός συνήθως κατά την εφηβική και τη νεανική ηλικία. Όταν εμφανιστεί, μεταβάλλει τη διάθλαση του ματιού σε μυωπική.
* * *οιατρ. προοδευτική μεταβολή τής κυρτότητας τού κερατοειδούς, ο οποίος, ενώ παραμένει διαφανής, παίρνει τη μορφή κώνου.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. keratoconus < kerato- (πρβλ. κέρας, -τος) + -conus (πρβλ. κῶνος)].
Dictionary of Greek. 2013.